- εὔχορδος
- εὔχορδος, -ον1 well strung, melodious
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εύχορδος — εὔχορδος, ον (Α) αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά … Dictionary of Greek
εὔχορδον — εὔχορδος well strung masc/fem acc sg εὔχορδος well strung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek